σφράγιση

σφράγιση
η, Ν [σφραγίζω]
1. η ενέργεια τού σφραγίζω, η επίθεση σφραγίδας
2. επίθεση αμαλγάματος σε τερηδονισμένο δόντι
3. (πολ. δικ.) θέση ειδικών σφραγίδων σε κατάλληλα σημεία ακινήτων ή κινητών πραγμάτων, ώστε να ελέγχεται το απαραβίαστο τών χώρων τους και τών πραγμάτων που οι χώροι αυτοί περιέχουν από κάθε μονομερή επέμβαση αφαίρεσης, αλλοίωσης ή αντικατάστασης τους
4. εκκλ. ο σφραγισμένος άρτος, το πρόσφορο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφράγιση — η τοποθέτηση σφραγίδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφραγίσῃ — σφρᾱγίσῃ , σφραγίζω close aor subj mid 2nd sg σφρᾱγίσῃ , σφραγίζω close aor subj act 3rd sg σφρᾱγίσῃ , σφραγίζω close fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφραγιδόλιθος — Μικρή πέτρα, πολύτιμη τις περισσότερες φορές, δεμένη πάνω σε δαχτυλίδι ή σε απλή σφραγίδα, με έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις ή γράμματα, που τη χρησιμοποιούσαν κυρίως για τη σφράγιση επιστολών. Σ. προϊστορικής εποχής βρίσκονται στην Αίγυπτο, τη …   Dictionary of Greek

  • άλειφαρ — ἄλειφαρ ( ατος), το (Α) [ἀλείφω] η λ. ήδη μυκην. 1. μύρο, αρωματισμένο λάδι για επάλειψη ή το λίπος που χρησιμοποιείται ιδίως στις επικήδειες προσφορές 2. πίσσα, ρετσίνι ή άλλη κολλώδης ουσία, που χρησιμοποιούνταν για τη σφράγιση τών οινοδόχων… …   Dictionary of Greek

  • βούλλωμα — το (Μ βούλλωμα) η σφράγιση, το σφράγισμα, η επίθεση σφραγίδας νεοελλ. 1. το σκέπασμα, το πώμα 2. η τοποθέτηση του σκεπάσματος, το κλείσιμο 3. η κάλυψη οπής. [ΕΤΥΜΟΛ. βούλλωμα < μσν. βούλλωμα < μσν. βουλλώνω βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… …   Dictionary of Greek

  • παρασφραγισμός — ὁ, Α [παρασφραγίζω] 1. η σφράγιση, το σφράγισμα με σφραγίδα πάνω σε κάτι 2. παραποίηση, παραχάραξη, κιβδήλευση …   Dictionary of Greek

  • σημαντρίδα — η / σημαντρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. δισκίο άζυμου άρτου με το οποίο σφράγιζαν παλαιότερα επιστολές ή έγγραφα, η όστια 2. η σφράγιση επιστολών αρχ. φρ. «σημαντρὶς γῆ» χώμα, πηλός κατάλληλος για την τοποθέτηση σφραγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”